Συνοπτικές κρίσεις και θέσεις
του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα δικαιώματα του ανθρώπου
επί του Σχεδίου Νόμου «Μεταρρυθμίσεις για την Οικογένεια, το Παιδί και την Κοινωνία»
Κατ’ αρχήν εκφράζουμε την ικανοποίησή μας για την προσπάθεια που περικλείει το ως άνω νομοσχέδιο για την προσαρμογή της νομοθεσίας μας σχετικά με την οικογένεια και το παιδί στις σύγχρονες συνθήκες και αντιλήψεις. Αρχίζουμε δηλώνοντας τη θετική μας στάση για τη νομοθετική αναγνώριση της ελεύθερης συμβίωσης, καθώς και για τη μείωση του χρόνου χωριστής διαβίωσης για το «αυτόματο» διαζύγιο (άρθρο 1439 § 3 Α.Κ.).
Θεωρούμε όμως καθήκον μας να υποβάλουμε επειγόντως τις κατωτέρω κρίσεις και θέσεις μας σχετικά με τη γονική μέριμνα και τις σχέσεις γονέων και παιδιών που εμφανίζουν περισσότερα προβλήματα ιδίως λόγω της αύξησης του αριθμού των διαζυγίων.
Επί του εγκριθέντος από την Κυβερνητική Επιτροπή νομοσχεδίου – δεν γνωρίζουμε αν μεταγενέστερα υποβλήθηκε βελτιωμένο σχέδιο – φρονούμε αρχικά ότι λόγω της πολυπλοκότητας, σοβαρότητας και λεπτότητας των θεμάτων θα μπορούσε να γίνει και περαιτέρω επεξεργασία. Πάντως, θεωρούμε ότι πρέπει να εκφράσουμε τις ακόλουθες παρατηρήσεις:
1. Κατ’ αρχήν βασικά επιτυχείς είναι οι διατάξεις του ισχύοντος Α.Κ. (άρθρα 1510-1518). Ορθώς ο Α.Κ. προβλέπει ως αρχή ότι η γονική μέριμνα θα ανήκει και στους δύο γονείς. Από τη γονική μέριμνα μπορεί υπό ορισμένες συνθήκες να χωριστεί η επιμέλεια, η οποία μπορεί να ανατεθεί εν όλω ή εν μέρει σε ένα εκ των δύο. Αυτό συνήθως γίνεται σε περίπτωση διαζυγίου και έχει ως βάση το συμφέρον του παιδιού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
2. Ωστόσο τα θέματα γονικής μέριμνας και επιμέλειας των τέκνων έχουν προσλάβει ιδιαίτερη σημασία λόγω πρώτον της μεγάλης αύξησης του αριθμού των διαζυγίων, δεύτερον λόγω του φαινομένου – διαρκούντος του γάμου – της χωριστής κατοικίας των συζύγων για επαγγελματικούς λόγους και τρίτον λόγω των περισσότερων δυσχερειών εξαιτίας των δυσχερέστερων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών.
3. Επί πλέον γεγονός είναι η αύξηση του φόρτου εργασίας των δικαστών γενικά και ειδικότερα από τη λύση διαφορών σχετικών με τον γάμο, σωστό είναι επομένως να μειωθεί η σχετική απασχόλησή τους. Μετά τις εισαγωγικές αυτές σκέψεις νομίζουμε ότι είναι αναγκαίες σήμερα μερικές μεταρρυθμίσεις του Α.Κ.
Θα προτείναμε αυτές να στρέφονται γύρω από τους παρακάτω άξονες:
1ος Άξονας Βασικά, και οι δύο γονείς κρατούν τη γονική μέριμνα και κατά το γάμο και μετά τη λύση του (Σ/Ν άρθρο 22 à Α.Κ. 1513).
2ος Άξονας Λόγω αύξησης διαζυγίων αλλά και άλλων λόγων χωριστής διαβίωσης των γονέων, που ήδη αναφέραμε, θα γεννηθεί συχνότερα θέμα συγκατοίκησης του παιδιού με ένα μόνο εκ των γονέων ή εκ περιτροπής. Αυτό συνεπάγεται ανάθεση ειδικά της επιμέλειας εν όλω ή εν μέρει στον συγκατοικούντα μαζί του γονέα.
3ος Άξονας Χρήσιμο είναι, όχι μόνο στο συναινετικό διαζύγιο, που και οι δύο γονείς υποβάλλουν σχετική πρόταση, αλλά και σε κάθε άλλο είδος διαζυγίου, ο αιτών γονέας να υποβάλει προτάσεις για την ρύθμιση των προβλημάτων του παιδιού και ιδίως για την άσκηση της επιμέλειας του παιδιού εν όλω ή εν μέρει από τον συγκατοικούντα γονέα. Επί αυτής να αποφασίζει το δικαστήριο.
4ος Άξονας Το Σ/Ν ορίζει τα εξής: διατηρεί τη γονική μέριμνα ως κανόνα και για τους δύο γονείς (Σ/Ν άρθρο 22 à Α.Κ. 1513). Στη συνέχεια όμως (Σ/Ν άρθρο 22 à Α.Κ. 1514) ορίζει εξαιρέσεις. Όταν συντρέχει μία από αυτές θα πρέπει ο γονέας να προσφύγει σε δικαστική ρύθμιση. Πάντως η επιμέλεια – μέρος της γονικής μέριμνας – ανατίθεται στον γονέα που του δίδεται η συγκατοίκηση με το παιδί. Τα παρακάτω υποθέματα εμφανίζονται προς ρύθμιση:
α) Θα έπρεπε να δοθεί σαφώς και πλήρως ορισμός της επιμέλειας, η οποία μπορεί να χωριστεί από τη γονική μέριμνα, ιδίως σε περίπτωση διαζυγίου.
Ο ισχύων Α.Κ. ορίζει σαφώς το περιεχόμενο της επιμέλειας. Αναγκαίο είναι ο νέος νόμος να περιέχει λεπτομερείς διατάξεις για το περιεχόμενο της επιμέλειας γενικά, ώστε η δικαστική απόφαση να μπορεί να επιλέξει τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες που θα απονείμει στον γονέα που θα κρατήσει το παιδί, αν δεν απονείμει ολόκληρη την επιμέλεια σε αυτόν. Στόχος θα είναι η αποφυγή προσφυγής εκ των υστέρων στο δικαστήριο για κάθε διαφωνία σχετική με κάθε αρμοδιότητα, πράγμα ψυχοφθόρο για τους γονείς και πολύ επιβαρυντικό για τους δικαστές, αλλά και για το παιδί, στο οποίο αντανακλούν – συνειδητά ή υποσυνείδητα – περισσότερο ή λιγότερο δυσμενώς οι γονικές αντιδικίες.
β) Θα έπρεπε να ανατίθεται κατά πρώτον λόγο στους γονείς να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους και με το παιδί σχέσεις σε περίπτωση διαζυγίου όχι μόνο στο συναινετικό διαζύγιο, αλλά σε κάθε είδος διαζυγίου. Στην πρώτη περίπτωση το θέμα ρυθμίζεται με κοινό συμβολαιογραφικό έγγραφό τους. Αλλά και σε περίπτωση άλλης μορφής διαζυγίου, θεωρούμε σκόπιμο ο αιτών να συγκαταθέτει και πρότασή του για ρύθμιση των παραπάνω σχέσεων και όχι μόνο της συγκατοίκησης με το παιδί, ώστε να αποφασίζονται από το δικαστήριο εξαρχής και να μην προσφεύγουν αργότερα οι γονείς για κάθε θέμα χωριστά στη δικαιοσύνη.
γ) Και περισσότερο θα έπρεπε να προβλεφθεί από τον νόμο η έκδοση μιας και μόνης δικαστικής απόφασης, η οποία να ρυθμίζει συγχρόνως και ενιαίως τα του διαζυγίου, καθώς και την επιμέλεια των τέκνων, τον προσδιορισμό του ύψους της διατροφής και την ετήσια αναπροσαρμογή του ποσού αυτού και τέλος τα της επικοινωνίας τού μη συγκατοικούντος γονέα με το παιδί, ώστε να αποφεύγονται οι πολλαπλές δίκες και το κόστος που αυτές συνεπάγονται.
5ος Άξονας Η σωστή ρύθμιση των θεμάτων σύμφωνα με το συμφέρον του παιδιού πρέπει να είναι το κύριο μέλημα. Προς τούτο πρέπει να ακούγεται πάντα. Θα πρέπει να υπάρξει δέσμευση ακόμη και με κυρώσεις για την εκ μέρους του δικαστηρίου παράλειψη της εξέτασης της γνώμης του παιδιού, ιδίως σχετικά με το θέμα με ποιον γονέα προτιμά να συζήσει. Αυτό πρέπει να γίνεται χωρίς εξαίρεση και από πολύ τρυφερή ηλικία, μόλις το παιδί μπορεί να εκφράσει πώς αισθάνεται σχετικά. Και μία απλή φράση, όπως «θέλω να μείνω με τον μπαμπά μου, γιατί η μαμά μου με χτυπάει» είναι αρκετή να μας αποκαλύψει περισσότερα παρά οι καταθέσεις των μαρτύρων, που, όπως είναι πασίγνωστο, είναι «δασκαλεμένοι» για το τι θα πουν από τους δικηγόρους των δύο πλευρών. Η εξέταση πρέπει να γίνεται όχι στο ακροατήριο, αλλά ιδιαιτέρως και με πολύ φιλικό τρόπο από κάποιον δικαστή, άνδρα ή γυναίκα, ει δυνατόν γονέα ή ειδικό στην παιδική ψυχολογία.
6ος Άξονας Να χρησιμοποιηθεί ειδικός κοινωνικός λειτουργός ο οποίος θα χειρίζεται τα της μεταχείρισης των ανηλίκων από τους γονείς και θα επιβλέπει ειδικότερα την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων περί επικοινωνίας, καθώς και την κλήτευση του παιδιού από το δικαστήριο για να ακουσθεί η γνώμη του με ποιον επιθυμεί να συγκατοικήσει και για την συμπεριφορά, σωστή ή όχι, του κάθε γονέα προς αυτό.
Σημειωτέον ότι εσφαλμένη ή κακή συμπεριφορά δεν είναι μόνο η βάναυση, αλλά και η υπερβολικά υποχωρητική και τα σκόπιμα «καλοπιάσματα» του παιδιού για να κατακτήσει ο γονέας την ευνοϊκή γι’ αυτόν προτίμηση του παιδιού. Γενικά το θέμα παρουσιάζει πολύ λεπτές πτυχές.
Σε περίπτωση διαπίστωσης της ματαίωσης τουλάχιστον τριών επικοινωνιών, όπως αυτές έχουν οριστεί από το δικαστήριο, ο αποκλεισθείς από την επικοινωνία γονέας να μπορεί να επιδιώξει δικαστικά την έκπτωση του άλλου γονέα από την επιμέλεια και ειδικότερα από την συγκατοίκηση με το παιδί και την ανάθεσή της στον αιτούντα παραπονούμενο γονέα.
Συμπερασματικά έχουμε συνείδηση ότι οι παραπάνω σκέψεις και προτάσεις μας έχουν ανάγκη ενδελεχέστερης μελέτης και στη συνέχεια διατύπωσης σε διατάξεις νόμου. Γι’ αυτό απαιτείται περισσότερος χρόνος. Προς το παρόν σκόπιμο θεωρούμε, όπως και η ΕΕΔΑ, να αποσυρθεί το νομοσχέδιο για περαιτέρω επεξεργασία.
Όσον αφορά το άρθρο 21 το Σ/Ν, θεωρούμε ότι είναι απαλειπτέο ως οπισθοδρομικό και απαράδεκτο. Οι γυναίκες είναι ευτυχείς που έχουν αποβάλει με το άρθρο 1388 Α.Κ. τη χαμαιλεοντική εικόνα και φέρουν πλέον όλη τη ζωή τους το ίδιο ονοματεπώνυμο, όπως και οι άνδρες. Θέλουν να έχουν το δικό τους πρόσωπο στην κοινωνία, πράγμα που απαιτεί και η ασφάλεια των συναλλαγών. Αυτό επιβάλλει και το Σύνταγμα και το Διεθνές Δίκαιο που καθιερώνουν την ισότητα των φύλων.
Υπενθυμίζουμε ότι το ΙΜΔΑ έχει συνυπογράψει ψήφισμα υποστηρίζοντας την παραπάνω θέση από κοινού με όλες τις γυναικείες οργανώσεις και τα γυναικεία τμήματα όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων.
Αθήνα, 25 Σεπτεμβρίου 2008
Η Πρόεδρος
Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου